χειμώνιασμα

χειμώνιασμα
το, Ν [χειμωνιάζω]
ο ερχομός τού χειμώνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χειμώνιασμα — το, ατος η αρχή του χειμώνα: Με το χειμώνιασμα θα αρχίσει να λειτουργεί η λέσχη μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”